- εκτοκαρδία
- ηιατρ. εκτόπιση ή ανώμαλη θέση τής καρδιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξωκαρδία — η (ιατρ.), εκτόπιση της καρδιάς, η εκτοκαρδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)